- λεκανοσκοπία
- λεκᾰνοσκοπία, [dialect] Ep. [suff] λεκᾰνο-ίη, ἡ,A the inspecting of a dish, in order to divine, Man.4.213.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεκανοσκοπία — η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη) η λεκανομαντ(ε)ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεκανοσκόπος < λεκάνη + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία] … Dictionary of Greek
λεκανοσκοπίη — λεκανοσκοπία the inspecting of a dish fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek